- καλοβολεύω
- καλοβόλεψα, καλοβολεύτηκα, καλοβολεμένος, τακτοποιώ κάτι καλά, το βολεύω καλά: Τον καλοβόλεψε το γιο του μ' αυτή την παντρειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοβολεύω — βολεύω, τακτοποιώ κάτι καλά … Dictionary of Greek